Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον,
ὃν ὁμόφυλοι μισοῦντες θανατοῦσιν ὡς ξένον
Έχει ξαναγραφτεί ότι το παρουσιαστικό του Βαγγέλη στον Βασιλιά μοιάζει με εκείνο του Χριστού. Ακόμη κι αν δεν έχει παρακολουθήσει κάποιος την ταινία, βλέποντας την αφίσα (η φωτό πιο κάτω) αμέσως ταυτίζει τον ήρωα με τη μορφή του Ιησού και το μαρτύριο. Ωστόσο, γράφω αυτό το άρθρο επειδή δεν έχω διαβάσει πουθενά μια συνολική ερμηνεία της ταινίας μέσα από ένα χριστιανικό πρίσμα, δηλαδή σύμφωνα με όλα τα χριστιανικά στοιχεία, τα οποία είναι αρκετά. Θα επιχειρήσω να δείξω γιατί οι Νίκος Γραμματικός και Νίκος Παναγιωτόπουλος (ο πρώτος έχει σκηνοθετησει την ταινία, ενώ μαζί με τον δεύτερο υπογράφουν το σενάριο) προτείνουν ως βασικό πλαίσιο ανάγνωσης της ταινίας το θρησκευτικό, κάτι που κάνουν από την πρώτη σκηνή. Η εντύπωσή μου είναι ότι σκοπός τής ταινίας είναι να δείξει ότι στον δικό μας κόσμο η διαμάχη μεταξύ καλού και κακού έχει κριθεί οριστικά· κερδίσαν το κακό και η διαφθορά.
Είμαι υποχρεωμένος εδώ να προειδοποιήσω τον αναγνώστη ότι η ανάλυση που επιχειρώ περιέχει κατ’ ανάγκην spoiler, αλλιώς δεν θα είχε κανένα νόημα η συγγραφή αυτού του άρθρου. Επομένως, όποιος δεν έχει παρακολουθήσει την ταινία, καλύτερα θα ήταν πρώτα να το κάνει και ύστερα να διαβάσει τούτο το κείμενο.
Σύνοψη της υπόθεσης της ταινίας
Δεν ήταν φυσικά τυχαίο ότι επέλεξα για επιγραφή του άρθρου έναν στίχο από το τροπάριο της Λιτανείας του Επιταφίου τη Μεγάλη Παρασκευή. Κατά τις Γραφές ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας πηγαίνει στον Πιλάτο και ζητάει να του δοθεί το σώμα του Ιησού για να το ενταφιάσει. Έτσι, κατά το τροπάριο, λέει στον Πιλάτο ο Ιωσήφ: “Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ὁμόφυλοι μισοῦντες θανατοῦσιν ὡς ξένον” (Δώσε μου τούτον τον ξένο, τον οποίο οι ομοεθνείς του από μίσος τον θανατώνουν ως ξένο). Επέλεξα αυτά τα λόγια, επειδή η ταινία πραγματεύεται ακριβώς αυτό, τη βίαιη συμπεριφορά μιας κοινότητας απέναντι σε εκείνον που θεωρούν διαφορετικό και ξένο.
Ο Βαγγέλης Φαρμακώρης (Βαγγέλης Μουρίκης) έχει κάνει φυλακή για εμπορία ναρκωτικών. Όταν αποφυλακίζεται, παίρνει την απόφαση να ξεκόψει από το παρελθόν του και να ξεκινήσει από την αρχή τη ζωή του, μακριά από την πόλη και τους κινδύνους της. Ανακοινώνει στη θετή μητέρα του Αθηνά (Άννα Βαγενά) και στη σύντροφό του Μαρία (Μαριλίτα Λαμπροπούλου) ότι θα πάει να κατοικήσει στην επαρχία, σε έναν οικισμό κάπου στην Αχαΐα, το Παραδείσι. Ο οικισμός αυτός είναι, βεβαίως, εγκαταλελειμμένος. Ένα χωριό, πιο πέρα, με περισσότερες ανέσεις, πιο κοντά στον σύγχρονο πολιτισμό, έχει πάρει τη θέση του, το Νέο Παραδείσι.
Όταν ο Βαγγέλης φθάνει και εγκαθίσταται στον οικισμό, οι κάτοικοι του Νέου Παραδεισίου τον αντιμετωπίζουν με καχυποψία, σαν διαφορετικό, σαν ξένο. Έτσι, επιθυμούν την απομάκρυνσή του και για να το καταφέρουν θα κάνουν τα πάντα. Ο μόνος που συμπαραστέκεται στον Βαγγέλη είναι ο αστυνόμος Πέτρος Βολιώτης (Μηνάς Χατζησάββας). Πρέπει εδώ να υπογραμμιστεί ότι άνθρωποι από διάφορες άλλες εθνικότητες είναι μάλλον ενταγμένοι στο περιβάλλον του χωριού. Με το να απομονώνεται ο έλληνας Βαγγέλης, οι συντελεστές της ταινίας πραγματεύονται τον κοινωνικό ρατσισμό.
Ακολουθούμε τον Βαγγέλη στις φιλότιμες προσπάθειες που κάνει να αγνοήσει τις προκλήσεις των χωριανών, να μείνει έξω από φασαρίες, να ξαναφτιάξει τη ζωή του. Όμως, δεν τα καταφέρνει. Σε μια προσπάθεια ομαδικού λιντζαρίσματός του, ο Βαγγέλης μαχαιρώνει έναν χωριανό και ξεφεύγει. Η αστυνομία κινητοποιείται για τον εντοπισμό του, αλλά παραδίδεται μόνος του ύστερα από λίγες μέρες. Αυτοκτονεί μέσα σε ένα ψυχρό δωμάτιο της εισαγγελίας.
Στα παρακάτω πέντε μέρη θα προσπαθήσω να κάνω μια ανάγνωση της ταινίας μέσα από το χριστιανικό της πρίσμα.
Α. Νέα ζωή: Η Ανάσταση του Βαγγέλη
Πρέπει αρχικά να ερμηνεύσουμε την επιλογή των ονομάτων. Το όνομα Βαγγέλης του πρωταγωνιστή δεν είναι τυχαίο, το Ευάγγελος παραπέμπει στο Ευαγγέλιο. Η σύντροφός του ονομάζεται Μαρία, παραπέμποντας ξεκάθαρα στη Μαγδαληνή. Ο δε αστυνόμος ονομάζεται Πέτρος. Συγκεκριμένα, έχω την εντύπωση ότι στο τελευταίο αυτό πρόσωπο συνυπάρχουν στοιχεία τριών μορφών των Γραφών: πρώτον, φυσικά του μαθητή Πέτρου· δεύτερον, του Ποντίου Πιλάτου (όταν, για παράδειγμα, δέχεται τις πιέσεις των χωριανών, μη θέλοντας να καταδικάσει τον Βαγγέλη)· τρίτον, του Ιωσήφ τού από Αριμαθαίας (όταν κατεβάζει νεκρό τον Βαγγέλη, βγάζοντάς του τη θηλιά).
Στην πρώτη σκηνή, κάπως τελετουργική, ο Βαγγέλης αποφυλακίζεται. Τον βλέπουμε προφίλ, ευθυτενή και αποφασιστικό, όμως δεν κινείται. Απλώς προετοιμάζεται (δένει τα παπούτσια του, κοιτάζει το ρολόι του) σα να περιμένει ένα νεύμα, μια εντολή. Και ύστερα ξεκινά για την πόλη, την Αθήνα. Όταν φθάνει εκεί, κοιτάζει γύρω του περίεργα, σα να τον έριξαν μέσα σε ένα άγνωστο γι’ αυτόν περιβάλλον. Το πρώτο που κάνει είναι να συναντηθεί με τη Μαρία, να της υπενθυμίσει ότι είχαν συμφωνήσει να φύγουν από την Αθήνα. Η συνάντησή τους γίνεται σε ένα ξενοδοχείο. Βλέπουμε τον Βαγγέλη μπροστά από μια νέον ταμπέλα που γράφει “ΞΕΝΟΣ” (βλ. την πρώτη φωτό πιο πάνω). Από την αρχή της ταινίας ο σκηνοθέτης μας καλεί να αποδώσουμε στον Βαγγέλη την ιδιότητα του ξένου.
Η Μαρία ακυρώνει την απόφασή της και ο Βαγγέλης αποφασίζει να φύγει μόνος του. Στη συνέχεια θα επισκεφθεί τη θετή του μητέρα, την Αθηνά. Όμως, προηγουμένως θα κάνει δύο στάσεις. Πρώτα θα περάσει από ένα ξυλουργείο. Έχει γνωστούς σε αυτό το μέρος, πιθανότατα εργαζόταν εκεί. Πέρασε, λέει, απλώς για να πάρει τα εργαλεία τού πατέρα του. Ο Βαγγέλης είναι, λοιπόν, ξυλουργός. Και παρακάτω στην ταινία το επισημαίνει ο ίδιος, λέγοντας ότι έχει μάθει την τέχνη από τον πατέρα του.
Η δεύτερη στάση του Βαγγέλη θα είναι στο ανθοπωλείο ενός φίλου. Εκεί, όμως, θα τον εντοπίσει το “παρελθόν” του. Δυο άνθρωποι του Τσε, του μεγαλέμπορα που ποτέ ο Βαγγέλης δεν “έδωσε” στην αστυνομία, τον πλησιάζουν για να τον ανταμείψουν για τη σιωπή του. Ο Βαγγέλης δεν δέχεται τα λεφτά. Όταν ο ένας προσπαθεί να του τα βάλει στην τσέπη, ο Βαγγέλης τον εμποδίζει, λέγοντας αυστηρά: “Μη με ξανακουμπήσεις. Μη με ξανακουμπήσεις, γιατί θα γαμηθούμε”. Και ο δεύτερος αντιδρά με ειρωνεία: “Σιγά, ρε, πολύ μη μου άπτου έχεις γίνει”.
Αν ο θεατής ερμηνεύσει το “μη με ακουμπάς” του Βαγγέλη σαν προείδοποίηση προς τον συνομιλητή του και σαν αντίδραση που δηλώνει την αποφασιστικότητά του να ξεκόψει από το παρελθόν, θα είναι νοηματικά σωστός. Το σενάριο, όμως, μας καλεί να κάνουμε κάτι παραπάνω, να ερμηνεύσουμε τη σκηνή από θρησκευτικό πρίσμα. Η έκφραση “μή μου ἅπτου” βγαίνει απευθείας από το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, 20,17. Πρόκειται για τη σκηνή στην οποία η Μαγδαληνή αντικρίζει κενό τον τάφο του Ιησού και κλαίει. Τότε Εκείνος παρουσιάζεται μπροστά της φωνάζοντάς τη με το όνομά της. Έκπληκτη η Μαγδαληνή κάνει κίνηση να Τον ακουμπήσει, αλλά ο Ιησούς λέει: “μή μου ἅπτου· οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα μου” (μη με αγγίζεις, διότι δεν ανέβηκα ακόμη στον Πατέρα μου). Αν σε όλα αυτά λάβει κανείς υπόψη του ότι οι απεσταλμένοι του Τσε λένε ότι ο Βαγγέλης άλλαξε look και ότι δυσκολεύτηκαν πολύ να τον γνωρίσουν, έχουμε άλλη μια σκηνή αναγνωρισμού παρόμοια με εκείνη που περιγράφεται στο κατά Λουκάν, 24,13-31, την πορεία προς Εμμαούς, κατά την οποία ο Ιησούς βαδίζει και συνομιλεί με δυο μαθητές του ευρύτερου κύκλου του. Εκείνοι, όμως, δεν τον αναγνωρίζουν, παρά μόνο αρκετά αργότερα. Ο Αναστάς Ιησούς έχει μια διαφορετική, ανακαινισμένη όψη, σημάδι νέας αρχής, νέας ζωής.
Θέλω να ολοκληρώσω αυτό το Α΄ μέρος με άλλη μια σκηνή της ταινίας που μας παραπέμπει στις πρώτες μετά την Ανάσταση ημέρες του Ιησού. Όταν ο Βαγγέλης επισκέπτεται τη θετή του μητέρα, την Αθηνά, της ανακοινώνει ότι θα φύγει και μαζεύει τα πράγματά του. Εκείνη νομίζει ότι ο Βαγγέλης είναι ακόμη εξαρτημένος από ουσίες. Για να διαπιστώσει αν υπάρχουν σημάδια στο σώμα του τού προτείνει να βγάλει το πουκάμισο να το πλύνει. Ο Βαγγέλης απαντά: “Δεν με πιστεύεις, έτσι;”. Τότε σηκώνει τα μανίκια και δείχνει τα χέρια του, που είναι καθαρά, χωρίς πληγές από ενέσεις (φωτό δεξιά). Είναι ξεκάθαρο ότι η σκηνή παραπέμπει στο κατά Ιωάννην 20, 24-29, όπου ο Θωμάς δεν πιστεύει ότι ο Ιησούς αναστήθηκε. Εκείνος παρουσιάζεται ξαφνικά, τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, και καλεί τον Θωμά να βάλει το χέρι πάνω στις πληγές του για να πιστέψει.
Η επίδειξη του σώματος και στις δύο περιπτώσεις (στην ταινία και στη Γραφή) λειτουργεί ως επιβεβαίωση της κάθαρσης, της λύτρωσης. Έτσι, συνοψίζοντας, όλα τα στοιχεία, στα πρώτα δεκα λεπτά του Βασιλιά, υποχρεώνουν τον θεατή να δει τον Βαγγέλη ως αποκαθαρμένο και ξένο μαζί. Το ξεκίνημα της ταινίας με μια καταιγίδα αναστάσιμων εικόνων επιβάλλει στον θεατή να σκεφτεί το νόημα της Ανάστασης: ο παλιός κόσμος εγκαταλείπεται και ένας ανακαινισμένος γεννιέται. Πρόκειται για ένα νέο ξεκίνημα του ανθρώπου (συγκεκριμένα, εδώ, του Βαγγέλη). Όταν παραπάνω έγραφα ότι ο σκηνοθέτης μάς καλεί να ερμηνεύσουμε τις σκηνές από θρησκευτικό πρίσμα, εννοούσα εδώ συγκεκριμένα το αναστάσιμο πρίσμα. Έχει σημασία να αναγνωρίσουμε ότι η ταινία δεν καταλήγει στην Ανάσταση, όπως κάνουν τα ευαγγέλια, αλλά ξεκινάει από αυτή. Έχουμε ήδη ανατροπή των γνωστών όρων κατανόησης. Και θα δούμε πού θα οδηγήσει όλο αυτό και πώς θα συμβάλει στην ερμηνεία μας.
Β. Κόβοντας τους δρόμους με τον Παράδεισο
Όταν ο Βαγγέλης φθάνει στο Νέο Παραδείσι, έρχεται αντιμέτωπος με μια μη αναμενόμενη κατάσταση. Τουρίστες πηγαινοέρχονται στο χωριό και δημοσιογράφοι παίρνουν συνεντεύξη από τους κατοίκους είτε ρωτώντας τους για την κοινωνική κατάσταση είτε επειδή ένας λύκος είχε κάνει εκεί την εμφάνισή του πριν λίγο καιρό. Φαίνεται ότι ο λύκος, με τις καταστροφές που προκάλεσε, τάραξε τους κατοίκους. Πρέπει να ταυτίσουμε την άφιξη του Βαγγέλη στο χωριό με τον λύκο. Διότι έτσι θα τον δουν οι χωριανοί.
Προς το παρόν, ο Βαγγέλης μπαίνει να πιεί καφέ στο American Dream Café. Το όνομα του καφενείου έχει ενδιαφέρον. Θα περίμενε κανείς σε ένα χωριό τα καφενεία να έχουν μάλλον ελληνοπρεπή ονόματα. Αλλά στο Νέο Παραδείσι φαίνεται ότι οι κάτοικοι ακολουθούν όλες τις εξελίξεις, τεχνολογικές και άλλες, αναμιγνύοντάς τες με παραδοσιακή αρρενωπότητα, κουτοπονηριά και χοντροκομμένη χωριατιά. Ο καταναλώτισμος έχει οριστικά αλώσει την Ελλάδα του 2000. Οι αργόσχολοι θαμώνες του καφενείου, κρατώντας μονίμως έναν φραπέ στο χέρι, με τον ερχομό του ευρώ νιώθουν πιο Ευρωπαίοι από ποτέ έχοντας πλέον χωρίς τύψεις αναθέσει στους Αλβανούς τις βαριές δουλειές και προσλαμβάνοντας στα μπαρ Φιλιππινέζες, ενώ οι ίδιοι είτε παραλύουν απέναντι από τεράστιες οθόνες παρακολουθώντας Supersport και Mad TV είτε προσπαθούν να εξαπατήσουν “κουτόφραγκους” που ζητούν να αγοράσουν σπίτια στο δάσος είτε φανατίζονται μπροστά από τα παράνομα “φρουτάκια”. Όλοι είναι μπλεγμένοι κάπου. Κανένας, όμως, δεν μιλάει, διότι ο καθένας γνωρίζει τα βρώμικα μυστικά του άλλου. Όλοι είναι εξαρτημένοι μεταξύ τους, ένα πλέγμα ήπιας έως μέτριας παρανομίας. Που σημαίνει ότι σε μια περίσταση όπου πιθανόν να θιγούν τα συμφέροντα μερικών, θα είναι αδύνατον να υπάρξει διαφοροποίηση των άλλων. Θα κινηθούν όλοι μαζί, σαν ένα πρόσωπο, προς την υποστήριξη των λίγων.
“Στο Παραδείσι πηγαίνω”, πληροφορεί ο Βαγγέλης τον καφετζή. Και όλοι γελούν, διότι ξέρουν ότι δεν έχει μείνει κανένας εκεί: “Τζάμπα ο κόπος, τι πας να κάνεις εκεί; Δεν είναι κανείς”. Καθώς όλο το χωριό έχει βγει στους δρόμους να δει τον λύκο που τον περιφέρουν ψόφιο, ο Βαγγέλης πίνει γρήγορα δύο καφέδες που έχει παραγγείλει, έναν γλυκύ βραστό και έναν σκέτο. Έπειτα είναι έτοιμος να αναχωρήσει. “Ασήκωτο είναι, πέτρες κουβαλάς;”, ρωτάει ο καφετζής βλέποντας τον σάκο του Βαγγέλη. Εκείνος χαιρετά, σηκώνει το φορτίο του και φεύγει για το Παραδείσι.
Το Νέο Παραδείσι έχει διαφορά από το Παραδείσι ακόμη και στην ταμπέλα (φωτό δεξιά). Ενώ η πρώτη είναι πράσινη, γυαλιστερή και γραμμένη σε δυο γλώσσες, σημάδι της φιλοδοξίας και των προσδοκιών των χωριανών, η δεύτερη είναι μια ταπεινή, ξύλινη και ανορθόγραφη ταμπέλα: "Παραδύση". Με ό,τι σημαίνει αυτό.
Ίσως ήταν αναμενόμενο από τα προηγούμενα ότι ο Βαγγέλης θα ξεκινούσε με προορισμό έναν τόπο που θα είχε τέτοιο όνομα. Το Παραδείσι παραπέμπει απευθείας στον Παράδεισο. Και καλούμαστε να το δούμε μέσα από αυτό το πρίσμα. Οι χωριανοί είχαν δίκιο, είναι στ’ αλήθεια ένας ερημότοπος. Ακόμα και η ξύλινη γέφυρα που το συνδέει με το Νέο Παραδείσι είναι σπασμένη, σκέτα συντρίμμια (φωτό κάτω αριστερά). Που σημαίνει ότι το Παραδείσι δεν επικοινωνεί από καιρό τώρα με τον έξω κόσμο, έχει αφεθεί στη φθορά.
Σπίτια διώροφα, αρχοντόσπιτα, βρίσκονται σε κατάρρευση. Οι χωριανοί, νεόπλουτοι και διεφθαρμένοι, είχαν κάνει την επιλογή τους. Αλλά, μέσα από το θρησκευτικό πρίσμα που μας επιβάλλει η ταινία, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι η επιλογή των κατοίκων είναι ηθικής φύσεως. Επιλέγοντας τόπο διαμονής και συντρίβοντας τη γέφυρα, δήλωναν ότι έκοψαν τους δρόμους τους με τον Παράδεισο και την αγαθότητα. Θα μείνουν μέσα στη διαφθορά.
Βλέποντας την κατάσταση της γέφυρας, ο Βαγγέλης θα περάσει από κάτω της. Και στο ανέβασμα, με το βαρύ φορτίο στους ώμους, θα πέσει δύο φορές, σα να ανέβαινε τον Γολγοθά. Αργότερα, θα πάρει τα μέτρα να επισκευάσει τη γέφυρα. Προς το παρόν παρατηρεί προσεκτικά την εγκατάλειψη του οικισμού. Μπαίνει στο σπίτι του και ξεκινάει αμέσως τις επισκευές.
Γ. “Πορεύομαι ἑτοιμάσαι τόπον ὑμῖν”
Στο κατά Ιωάννην, 14, 2-3, λέει στους μαθητές ο Ιησούς: “ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πατρός μου μοναὶ πολλαί εἰσιν· εἰ δὲ μή, εἶπον ἂν ὑμῖν· πορεύομαι ἑτοιμάσαι τόπον ὑμῖν· καὶ ἐὰν πορευθῶ καὶ ἑτοιμάσω ὑμῖν τόπον, πάλιν ἔρχομαι καὶ παραλήψομαι ὑμᾶς πρὸς ἐμαυτόν, ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγώ, καὶ ὑμεῖς ἦτε” (Στον οίκο του Πατέρα μου υπάρχουν πολλά μέρη διαμονής· αν δεν υπήρχαν, δεν θα σας το έλεγα. Πηγαίνω να σας ετοιμάσω τόπο. Και αν πάω και σας ετοιμάσω τόπο, θα επιστρέψω να σας πάρω μαζί μου, ώστε όπου είμαι εγώ να είσαστε κι εσείς).
Ο Βαγγέλης επισκευάζει μια το σπίτι του, μια το σπίτι του διπλανού, μια τη γέφυρα. Ετοιμάζει τόπο και κατά κάποιον τρόπο αποκαθιστά τη σύνδεση του έρημου Παραδεισίου με τον έξω κόσμο. Μάλιστα, κάποιοι χωριανοί εντυπωσιάζονται από την ευγένεια του νεαρού και από τις ξυλουργικές του ικανότητες. Για παράδειγμα, μια γυναίκα μέσα στο καφενείο μιλάει με ενθουσιασμό: “Θαύματα κάνει με τα χέρια του· νερό άμα θέλω μου είπε, να ορίστε, πάρε από το πηγάδι μου”. Αυτές οι αναφορές σε πηγάδι και στο νερό που ξεδιψά τον άνθρωπο παραπέμπουν σε κλασικές εικόνες πρωτοχριστιανικών χρόνων εσχατολογικού περιεχομένου. Η γυναίκα σκέφτεται να εμπιστευθεί στον Βαγγέλη την επισκευή και του δικού της σπιτιού (της δικής της μονής), ώστε να επισκέπτεται κάθε σαββατοκύριακό το Παραδείσι. Τώρα αρχίζει να αναγνωρίζει την αξία αυτού του τόπου: “Άμα είσαι εκεί, τίποτε δεν θες· βασιλιάς· θα το πω και στους άλλους”, λέει, για να εισπράξει την ειρωνική απάντηση: “Σιγά μη μας μάθει και πώς θα ζήσουμε”.
Ακούγοντας τη γυναίκα στο καφενείο πρέπει να θυμόμαστε την παραπάνω ευαγγελική περικοπή: "Πηγαίνω να σας ετοιμάσω τόπο. Και αν πάω και σας ετοιμάσω τόπο, θα επιστρέψω να σας πάρω μαζί μου". Ο Βαγγέλης έχει αρχίσει να κάνει ξανά ελκυστικό το Παραδείσι. Κάτι που αν το ερμηνεύσεις από θρησκευτικό πρίσμα, σημαίνει ότι σιγά σιγά προκαλεί αλλαγές στον ηθικό κώδικα κάποιων κατοίκων. Και τούτο δεν μπορεί παρά να προκαλέσει τον φθόνο των υπολοίπων.
Οι περισσότεροι είναι εναντίον του Βαγγέλη, τον προκαλούν, τον προσβάλλουν, τον έχουν για “ξένο”. Ο μόνος που θα του συμπαρασταθεί θα είναι ο Πέτρος Βολιώτης, ο αστυνόμος που παίζει σκάκι και επειδή του λείπει το πιόνι του βασιλιά, στη θέση του τοποθετεί έναν μεγάλο λευκό αναπτήρα. Σε μια από τις πρώτες συζήτησεις τους, ο Βαγγέλης βουτάει το ψωμί στο κρασί, κίνηση που παραπέμπει στη Θεία Κοινωνία (βλ. φωτο κάτω).
Ο Πέτρος είναι το μοναδικό στήριγμα που έχει ο Βαγγέλης στο χωριό. Όμως, οι πιέσεις που θα δεχθεί αργότερα από τους χωριανούς θα είναι ανηπόφορες. Ο ίδιος ο αστυνόμος προτιμά να μην πάρει θέση: “Κάντε ό,τι καταλαβαίνετε· εγώ, μια φορά, δεν ανακατεύομαι”. Η απάντηση που του δίνουν (“Τώρα, εσύ νίπτεις τας χείρας σου, έτσι;”) θέτει στον θεατή ξανά το πλαίσιο μέσα από το οποίο πρέπει να κατανοηθεί ο χαρακτήρας του Πέτρου. Από τη μια, είναι το στήριγμα του Βαγγέλη, σαν τον Πέτρο των ευαγγελίων· από την άλλη, όμως, ενώ θέλει να τον προστατεύσει μέχρι το τέλος, λόγω του επαγγέλματός του δεν μπορεί να το κάνει (“Δεν μου αφήνεις κανένα περιθώριο”). Σε αυτά τα σημεία βλέπω στον αστυνομικό την όψη του Ποντίου Πιλάτου: αποστασιοποιείται μεν από τους κατηγόρους του Βαγγέλη και νίπτει τας χείρας του, αλλά δεν μπορεί να κάνει και περισσότερα γι’ αυτόν.
Δ. “Ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με”
Ενώ ο Βαγγέλης περνάει από ψυχιατρική εξέταση, οι χωριανοί κάνουν επίθεση στο σπίτι του. Προκαλούν τρομερές φθορές, σφάζουν ακόμη και τη γίδα του, ενώ συντρίβουν και τη γέφυρα. Όταν ο Βαγγέλης επιστρέφει και αντικρίζει το χάος, σπεύδει χολωμένος στο καφενείο, βγάζει τη ζώνη του και τότε έχουμε την αναπαραγωγή της ευαγγελικής εικόνας με την επίθεση του Χριστού στον Ναό και την ανατροπή των πάγκων των αργυραμοιβών (φωτο δεξιά). Ο Βαγγέλης διαλύει το καφενείο, αλλά πιάνεται και λιντζάρεται. Για να ξεφύγει από τη δεινή του θέση βγάζει μαχαίρι να απειλήσει, αλλά μαχαιρώνει κατά λάθος τον γιο του καφετζή. Φεύγει τρέχοντας με άγνωστο προορισμό.
Από εκείνο το σημείο κι έπειτα, έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση. Το θέμα έχει πάρει διαστάσεις, οι δημοσιογράφοι αναζητούν τη θετή μητέρα του Βαγγέλη, για την οποία λένε ότι “διανύει τη βδομάδα των παθών”, ενώ εκείνον τον φωνάζουν “άσωτο”. Και μέσα στην ταινία πλησιάζει το Πάσχα, είναι η Εβδομάδα των Παθών. Από τη λειτουργία ακούγεται η περικοπή 25, 35-46 του κατά Ματθαίον: “(τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς [...]) ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με” (Τότε θα πει ο βασιλιάς: Ξένος ήμουν και δεν με πήρατε στο σπίτι σας· γυμνός και δεν με ντύσατε, ασθενής ήμουν και φυλακισμένος και δεν με επισκεφθήκατε).
Νομίζω ότι ο τίτλος της ταινίας (Βασιλιάς) προκύπτει από πολλά σημεία. Η ομοιότητα των παθών του ήρωα με εκείνα του Χριστού οδηγεί απευθείας στο “Βασιλεύς των Ιουδαίων” της ταμπέλας στον Σταυρό. Επίσης, όταν για πρώτη φορά ο Βαγγέλης μπαίνει στο καφενείο, η γυναίκα που παίζει φρουτάκια φωνάζει στο μηχάνημα: “Έλα, βασιλιά μου!”. Ακόμα, η άλλη γυναίκα στο καφενείο λέει ότι αν είσαι στο Παραδείσι, δεν θες τίποτε άλλο, είσαι βασιλιάς. Και φυσικά το πιόνι που λείπει από το σκάκι του Πέτρου είναι ο βασιλιάς. Η λέξη “βασιλιάς” επιστρέφει διαρκώς στην ταινία. Μία φορά, όμως, υπονοείται· είναι στην ακριβώς παραπάνω ευαγγελική περικοπή: “τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς”. Και εδώ η φράση συνδέεται με την ιδιότητα του ξένου (“ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με”).
Έγραφα παραπάνω, στο Α΄ μέρος, ότι στα πρώτα λεπτά της ταινίας γίνεται μια προσπάθεια από τον σκηνοθέτη να θεωρήσει ο θεατής τον Βαγγέλη αποκαθαρμένο και ξένο μαζί. Τώρα μου φαίνεται ότι ο Βαγγέλης θεωρείται ξένος, ακριβώς επειδή είναι αποκαθαρμένος. Σε έναν διεφθαρμένο κόσμο, ο άνθρωπος που αφήνει πίσω του το αμαρτωλό παρελθόν του είναι με αυτόν τον τρόπο ξένος.
Η αστυνομία και όλο το χωριό προσπαθούν να εντοπίσουν τον Βαγγέλη. Εικόνες από τη νύχτα στη Γεσθημανή (“ὄχλος πολὺς μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων” και “μετὰ φανῶν καὶ λαμπάδων καὶ ὅπλων”) εναλλάσσονται με την αγωνία του ήρωα, την πορεία προς το μαρτύριό του και το τελικό άνοιγμα των ουρανών (βλ. φωτο αριστερά). Η σύλληψή του γιορτάζεται από το χωριό με τον ίδιο τρόπο που είχε γιορταστεί η περιφορά του σκοτωμένου λύκου στην αρχή της ταινίας. Που σημαίνει ότι ο σκηνοθέτης μας καλεί να κατανοήσουμε έτσι το σκεπτικό των χωριανών: γι’ αυτούς ο Βαγγέλης ήταν ένας λύκος που έπρεπε να εξοντωθεί.
Τελικά, ο Βαγγέλης θα αυτοκτονήσει μέσα σε ένα δωμάτιο της εισαγγελίας. Ο Πέτρος, που τον ξεκρεμάει από το σχοινί, φέρνει στον νου τον Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας που, κατά τις εικόνες της Αποκαθήλωσης, αγκαλιάζει με τον ίδιο τρόπο τον νεκρό Ιησού κατεβάζοντάς Τον από τον Σταυρό. Ο προσεκτικός θεατής θυμάται ότι μια παρόμοια σκηνή εκτυλίσσεται στην αρχή της ταινίας, όταν ο Βαγγέλης πέφτει από τη σκάλα και τον κρατάει με τον ίδιο τρόπο ο Πέτρος. Αυτή η πρώτη σκηνή λειτουργεί ως τύπος για την τελευταία. Και οι δύο σκηνές, όμως, αντλούν από την κλασική εικόνα της Αποκαθήλωσης (βλ. το κολάζ δεξιά).
Ε. Το κακό είναι η ύλη
Οι χωριανοί επέλεξαν να σπάσουν ξανά τη γέφυρα, δηλαδή να κόψουν την επικοινωνία τους με τον Παράδεισο· θα μείνουν για πάντα κακοί. Στο τέλος της ταινίας αρνούνται ακόμα και την ταφή του Βαγγέλη στο νεκροταφείο του χωριού. Δεν τον δέχονται ούτε νεκρό ανάμεσά τους. Κάποιος τρώει προκλητικα ένα μπέργκερ και ό,τι μένει το εκσφενδονίζει στο φέρετρο του νεκρού. Ένας άλλος, πιο δίπλα, πετάει στο φέρετρο ένα κουτάκι κόκα κόλα (φωτο δεξιά).
Μπέργκερ και κόκα κόλα - τα λαμπρότερα σύμβολα της κοινωνίας της κατανάλωσης πετούν με μίσος οι χωριανοί στον νεκρό. Κανένας δεν έχει δικαίωμα να τους στερήσει τη χαρά της ύλης. Όποιος τολμήσει να να αμφισβητήσει και να ανατρέψει αυτή την τάξη του κόσμου, θα θεωρηθεί λύκος ανάμεσα σε ανθρώπους, θα διωχθεί και θα σφαχτεί. Μπέργκερ και κόκα κόλα είναι τα τελευταία δύο καρφιά στο φέρετρο της πνευματικότητας του ανθρώπου, της πνευματικότητας του σύγχρονου Έλληνα. Ο σκηνοθέτης ταυτίζει την ύλη και την κατανάλωση με το κακό και την ηθική διαφθορά.
Και θα ρωτήσει κάποιος: είναι αυτό κάτι μόνιμο στον κόσμο; Ποια είναι η άποψη του σκηνοθέτη και του σεναριογράφου;
Νομίζω ότι το θρησκευτικό πλαίσιο προστέθηκε στην ταινία για να απαντήσει με καθαρότητα σε αυτό ακριβώς το ερώτημα. Διότι αν κάποιος αφαιρούσε τα θρησκευτικά στοιχεία, το νόημα της ταινίας θα ήταν το ίδιο: ένας άνθρωπος προσπαθεί να κάνει μια νέα αρχή στη ζωή του, αλλά αποτυγχάνει είτε λόγω του ότι το παρελθόν του τον κυνηγάει είτε επειδή εισπράττει την επιθετικότητα και τη χλεύη των κατοίκων τού νέου τόπου διαμονής, που τον θεωρούν διαφορετικό και ξένο. "Ένα πράγμα έχω να σας πω", λέει ο Βαγγέλης στους ψυχιάτρους, "ότι είναι πολύ προσβλητικό να σε διώχνουν από κάποιον τόπο". Το θέμα της ταινίας είναι ο κοινωνικός ρατσισμός, αυτό είναι σαφές.
Αν, όμως, διαβάσει ο θεατής τον Βασιλιά μέσα από το θρησκευτικό πρίσμα, θα δει πρώτα απ’ όλα κάτι πολύ βασικό: η ταινία ξεκινάει από μια Ανάσταση και καταλήγει σε μια Σταύρωση. Τούτο σημαίνει ότι οι Γραμματικός και Παναγιωτόπουλος έχουν ανατρέψει τους όρους με τους οποίους κατανοούμε τον κόσμο. Όχι, δεν προηγείται το μαρτύριο και έπεται η δικαίωση, δηλαδή πρώτα η Σταύρωση και ύστερα η Ανάσταση. Η πραγματικότητα είναι αδυσώπητη, όλα οδηγούν στο μαρτύριο και τελειώνουν εκεί. Δεν έπεται τίποτα, δεν υπάρχει καμία ελπίδα. Ο κόσμος αυτός δεν θα σωθεί, δεν θα λυτρωθεί, θα παραμείνει κακός. Αυτή ήταν η επιλογή του.
Όταν το αυτοκίνητο με το φέρετρο απομακρύνεται, η καφετζής δέχεται ένα τηλεφώνημα από το νοσοκομείο: ο γιος του, τον πληροφορούν, διέφυγε τον κίνδυνο. Οι χωριανοί πανηγυρίζουν για την ευχάριστη είδηση, σε αυτόν τον πόλεμο με το Καλό δεν είχαν την παραμικρή απώλεια. Τούτο το αποκρουστικό τσούρμο μισανθρώπων γιορτάζει την ολοκληρωτική νίκη του κάτω από τη βροχή (βλ. φωτο κάτω).
ΥΓ: Θεωρώ βέβαιο ότι υπάρχουν και άλλα θρησκευτικά στοιχεία, τα οποία μου έχουν διαφύγει και θα ανακαλύψω με τον καιρό. Επίσης, ίσως συχνά να υπάρχει κάποια αλληλοσυμπλήρωσή τους, πράγμα που θα επηρεάζει την ερμηνεία τους, οπότε ίσως χρειαστεί στο μέλλον να επανέλθω για διορθώσεις ή εμπλουτισμό του κειμένου. Στην ανάλυση, δεν έχω ενσωματώσει τον ρόλο της Μαρίας, η παρουσία της οποίας στο χωριό συμβολίζει από τη μία την επιστροφή του παρελθόντος για τον Βαγγέλη, ενώ από την άλλη μάλλον επισπεύδει τη σειρά των γεγονότων. Στο μέλλον θα επανέλθω σε αυτόν τον χαρακτήρα. Παραδέχομαι, επίσης, ότι δεν έχω εξηγήσει επαρκώς τον συμβολισμό της γίδας, του αγνού κατοικίδιου του Βαγγέλη, το οποίο σφάζεται από τους χωριανούς προοικονομώντας έτσι τη θυσία που θα ακολουθούσε. Ο αναγνώστης ας μου συγχωρήσει και άλλες παραλήψεις. Άλλωστε και ο ίδιος γνωρίζει ότι η πραγμάτευση ακόμη και με μία μονάχα πλευρά -τη θρησκευτική ερμηνεία- ενός σπουδαίου έργου τέχνης, όπως αυτή η ταινία, δεν εξαντλείται ποτέ σε ένα άρθρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου